- δολίην
- δόλιοςcraftyfem acc sg (epic ionic)δολίαfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφυφαίνω — ἐφυφαίνω (Α) υφαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι, παρεμβάλλω και κάτι άλλο στο υφάδι («δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑφαίνω] … Dictionary of Greek